πρόβατο

πρόβατο
το
1. μηρυκαστικό ζώο: Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει (Δ. Σολωμός).
2. μτφ., άνθρωπος μωρός, αφελής, ανόητος: Τι να μιλήσεις μ' αυτόν που είναι πρόβατο;

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… …   Dictionary of Greek

  • οβίνες — Αρτιοδάκτυλα μηρυκαστικά του γένους όβις (ovis), της οικογένειας των βοοειδών, της υποοικογένειας των καπρινών. Μερικοί επιστήμονες χωρίζουν τα βοοειδή σε δυο διαφορετικές υποοικογένειες: τους καπρίνες και τους οβίνες. Στη ζωοκομία όμως, με τον… …   Dictionary of Greek

  • όις — ὄϊς, ϊος και οἶς, κρητικός τ. οις και, ποιητ. τ. οἶις, ὁ, ἡ (Α) πρόβατο («ὥς τ ὄϊες... ἐν αὐλῇ μυρίαι ἐστήκασιν ἀμελγόμεναι γάλα λευκόν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄ(F)is ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *oui s «πρόβατο» και συνδέεται με αρχ. ινδ. avih, λατ.… …   Dictionary of Greek

  • μήλειος — (I) α, ο (Α μήλειος, ον, θηλ. και εία) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηλιά ή προέρχεται από μηλιά («σπέρμασι μηλείοισι», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + κατάλ. ειος (πρβλ. κάπν ειος, σύκ ειος)]. (II) μήλειος, ον, θηλ. και εία (Α) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • οίεος — οἴεος, έα, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο ή αυτός που προέρχεται από πρόβατο, πρόβειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄϊς «πρόβατο» + κατάλ. εος (πρβλ. ταύρ εος)] …   Dictionary of Greek

  • προβατήσιος — α, ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο ή αυτός που προέρχεται από πρόβατο, πρόβειος («προβατήσιο γάλα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + κατάλ. ήσιος (πρβλ. σκυλ ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • πρόβειος — α, ο / πρόβειος, εία, ον, ΝΜΑ, και πρόβιος, α, ο, Ν, πρόβαιος, ον, Μ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο, ο προβατήσιος 2. αυτός που προέρχεται από το πρόβατο («πρόβειο γιαούρτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πρόβ ειος / πρόβ ιος έχει σχηματιστεί… …   Dictionary of Greek

  • αρνί — το (AM ἀρνίον) 1. το πρόβατο 2. ο άκακος, ο μαλακός 3. φρ. α) «μαλακός σαν αρνί» (πρβλ. «ἀρνίου μαλακώτερος») β) «τον έκανα αρνί» τον ηρέμησα ή τον εξημέρωσα αρχ. μσν. μτφ. ο Ιησούς Χριστός αρχ. η προβιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρνίον είναι υποκορ. του… …   Dictionary of Greek

  • αρνευτήρ — ἀρνευτήρ, ο (Α) 1. ο ακροβάτης 2. ο δύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αρνευτήρ, σύμφωνα με αρχαία ήδη ετυμολογία της λέξης, ανάγεται στο αρήν, αρνός «πρόβατο», λόγω των κινήσεων των αρνευτήρων («ακροβατών») κατά τις κυβιστήσεις, που έδιναν την εντύπωση ότι… …   Dictionary of Greek

  • εΰρρηνος — ἐΰρρηνος, ον (Α) 1. ὁ ἐΰρρην* 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καλό πρόβατο («ἐϋρρήνου ἀπὸ κόρσης». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρηνος (< ρην «πρόβατο»), πρβλ. πολύ ρρηνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”